- λαρίς
- λᾰρίς, ίδος, ἡ,A = λάρος, AP7.652 (Leon.), 654 (Id.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαρίς — λαρίς, ίδος, ἡ (Α) ο γλάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάρος κατά τα θηλ. σε ίς] … Dictionary of Greek
λαρίδεσσι — λαρίς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρίδεσσιν — λαρίς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)